-
1 προτεραῖος
προτεραῖος, am Tage vorher; ἡ προτεραία, sc. ἡμέρα, der Tag vorher; τῇ προτεραίᾳ, Her. 7, 212; τῆς καταστάσιος, 9, 9; κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας, Plat. Conv. 176 d; seltener τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ, Phaed. 59 d; τῇ προτεραίᾳ ὅτε ταῠτ' ἔλεγε, am Tage vor dem, an welchem er dies sagte, Dem. 21, 119; Folgde.
-
2 κραιπαλάω
-
3 κραιπαλαω
-
4 προτεραιος
3(compar. προτεραίτερος) предшествующий, предыдущийτῇ προτεραίᾳ (sc. ἡμέρᾳ) Her., Plat. — днем раньше, накануне;
τῇ προτεραίᾳ ἢ - v. l. ᾗ - ἀνήγετο Lys. — накануне своего отъезда;τῆ προτεραίᾳ ὅτε ταῦτ΄ ἔλεγε Dem. — за день до того, как он это сказал;ἐκ τῆς προτεραίας Plat. — со вчерашнего дня -
5 κραιπαλάω
A to be intoxicated, Ar.Pl. 298, Plb.15.33.2, Ph.1.260, Plu.Dem.7, Luc.Bis Acc.17, etc.;μειρακίων τινῶν -ώντων Epicur. Fr. 114
.2 have a sick headache after a debauch,κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Pl.Smp. 176d
;ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Alex. 286
;εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίγνεθ' ἡμῖν Id.255.1
;παρέξω Λέσβιον, Χῖον.., ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν Philyll.24
.3 carouse, revel, D.C.77.17, Alciphr.1.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραιπαλάω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский